φιλοπάτωρ

φιλοπάτωρ
(-ορός) ο уст. тот, кто любит своего отца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "φιλοπάτωρ" в других словарях:

  • Φιλοπάτωρ — loving one s father masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτωρ — loving one s father masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τον πατέρα του 2. (το αρσ.) προσωνυμία ενός Πτολεμαίου, καθώς και άλλων βασιλέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. προ πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Φιλοπάτορα — Φιλοπάτωρ loving one s father masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτορα — φιλοπάτωρ loving one s father masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοπάτορας — Φιλοπάτωρ loving one s father masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτορας — φιλοπάτωρ loving one s father masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοπάτορες — Φιλοπάτωρ loving one s father masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτορες — φιλοπάτωρ loving one s father masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλοπάτορι — Φιλοπάτωρ loving one s father masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπάτορι — φιλοπάτωρ loving one s father masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»